- αναρρούσα
- και ανερρούσα, η1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη των κυμάτων5. νεράιδα, γοργόνα6. φάντασμα, ξωτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αναρρέουσα, μτχ. του ρ. αναρρέω με αποβολή του ε μετά από υπερίσχυση του ου και καταβιβασμό του τόνου με επίδραση των ονομ. σε -ούσα, που προέρχονται από συνηρημένα ρ. (γλυκοφιλώ -γλυκοφιλούσα, ψυχορραγώ -ψυχορραγούσα). Πρβλ. κατάγω -καταούσα, αναβάλλω -αναβαλλούσα].
Dictionary of Greek. 2013.